-
1 οὐ γὰρ ἀλλά
οὐ γὰρ ἀλλά, an ellipt. phrase, used in [dialect] Att. to express an indignant or impassioned affirmative, οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερβάλλει τάδε this isA indeed too much! E.Ba. 785; μὴ σκῶπτέ μ', ὦδέλφ', οὐ γὰρ ἀλλ' ἔχω κακῶς I really am unwell! Ar.Ra.58, cf.Ec. 386: also to negate by substituting a still stronger affirmative, ἆρ' οὐ παρεῖναι τὰς γυναῖκας δῆτ' ἐχρῆν; Answ. οὐ γάρ, μὰ Δί', ἀλλὰ πετομένας ἥκειν πάλαι more than that, they ought to have come flying long ago, Id.Lys.55: = καὶ γάρ, Id.Nu. 232, Ra. 192, 498, Eq. 1205, E.IT 1005, Supp. 570, Call.Iamb.1.92;οὐ γάρ μοὐστὶν ἀλλ' ἀκουστέα Ar.Ra. 1180
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐ γὰρ ἀλλά
См. также в других словарях:
ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) … Dictionary of Greek